ποδοκύλημα

ποδοκύλημα
το, Ν [ποδοκυλώ]
1. το να κυλάει κάποιος κάτι ή κάποιον στο έδαφος με κλοτσιές
2. η πρόκληση ζημιάς ή λερώματος από αδιαφορία
3. μτφ. η ηθική μείωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποδοκύλισμα — το, Ν το ποδοκύλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοκυλώ + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ποδοκύλισμα — ποδοκύλισμα, το και ποδοκύλημα, το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ποδοκυλώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”